- καλυκώπις
- καλυκῶπις, -ιδος, ἡ (Α)αυτή που έχει πρόσωπο όμοιο με κάλυκα άνθους, δηλ. που έχει ρόδινη όψη, ροδοπρόσωπη, ανθηρή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, -υκος + -ῶπις (< -ωψ, -ωπος < *ὤψ, *ὠπός «όψη, πρόσωπο, μάτι»), πρβλ. ἑλικ-ῶπις, ὑαλ-ῶπις].
Dictionary of Greek. 2013.